στρατονόμος

στρατονόμος
ο офицер полицейской службы оккупационных властей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στρατονόμος" в других словарях:

  • στρατονόμος — ο, Ν αξιωματικός, υπαξιωματικός ή οπλίτης τής στρατονομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + νόμος*] …   Dictionary of Greek

  • στρατονόμος — ο αυτός που ανήκει στη στρατονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • αερονόμος — ο οπλίτης που υπηρετεί στην αστυνομία τού κλάδου τής Αεροπορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + νόμος, πρβλ. αστυνόμος, στρατονόμος κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • στρατονομία — η, Ν [στρατονόμος] 1. στρ. στρατιωτική υπηρεσία, τής οποίας αποστολή είναι η αστυνόμευση τών στρατιωτικών όταν αυτοί βρίσκονται έξω από τη μονάδα τους 2. στρ. αστυνομική υπηρεσία στους τόπους στάθμευσης τών στρατευμάτων για την τήρηση τής τάξης… …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»